χειροκρατικός

χειροκρατικός
χειρο-κρατικός, ή, όν, das Faustrecht übend, gewaltsam verfahrend; τρόπος τῆς πολιτείας, wo das Recht des Stärkern gilt

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χειροκρατικός — using the right of might masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειροκρατικός — ή, όν, Α [χειροκρατία] αυτός που ασκεί επιβολή με την βία, που φέρεται αυταρχικά («ἀριστοκρατία δὲ παρέπεται ὁ θηριώδης τρόπος τῆς πολιτείας καὶ χειροκρατικός», Πολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”